Jump to content

ακαρτέρητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακαρτέρητος (akartéritosm (feminine ακαρτέρητη, neuter ακαρτέρητο)

  1. rash
  2. impatient

Declension

[edit]
Declension of ακαρτέρητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαρτέρητος (akartéritos) ακαρτέρητη (akartériti) ακαρτέρητο (akartérito) ακαρτέρητοι (akartéritoi) ακαρτέρητες (akartérites) ακαρτέρητα (akartérita)
genitive ακαρτέρητου (akartéritou) ακαρτέρητης (akartéritis) ακαρτέρητου (akartéritou) ακαρτέρητων (akartériton) ακαρτέρητων (akartériton) ακαρτέρητων (akartériton)
accusative ακαρτέρητο (akartérito) ακαρτέρητη (akartériti) ακαρτέρητο (akartérito) ακαρτέρητους (akartéritous) ακαρτέρητες (akartérites) ακαρτέρητα (akartérita)
vocative ακαρτέρητε (akartérite) ακαρτέρητη (akartériti) ακαρτέρητο (akartérito) ακαρτέρητοι (akartéritoi) ακαρτέρητες (akartérites) ακαρτέρητα (akartérita)
[edit]