Jump to content

ακαρποφόρητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακαρποφόρητος (akarpofóritosm (feminine ακαρποφόρητη, neuter ακαρποφόρητο)

  1. unfruitful, fruitless

Declension

[edit]
Declension of ακαρποφόρητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαρποφόρητος (akarpofóritos) ακαρποφόρητη (akarpofóriti) ακαρποφόρητο (akarpofórito) ακαρποφόρητοι (akarpofóritoi) ακαρποφόρητες (akarpofórites) ακαρποφόρητα (akarpofórita)
genitive ακαρποφόρητου (akarpofóritou) ακαρποφόρητης (akarpofóritis) ακαρποφόρητου (akarpofóritou) ακαρποφόρητων (akarpofóriton) ακαρποφόρητων (akarpofóriton) ακαρποφόρητων (akarpofóriton)
accusative ακαρποφόρητο (akarpofórito) ακαρποφόρητη (akarpofóriti) ακαρποφόρητο (akarpofórito) ακαρποφόρητους (akarpofóritous) ακαρποφόρητες (akarpofórites) ακαρποφόρητα (akarpofórita)
vocative ακαρποφόρητε (akarpofórite) ακαρποφόρητη (akarpofóriti) ακαρποφόρητο (akarpofórito) ακαρποφόρητοι (akarpofóritoi) ακαρποφόρητες (akarpofórites) ακαρποφόρητα (akarpofórita)
[edit]