Jump to content

ακαλαίσθητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακαλαίσθητος (akalaísthitosm (feminine ακαλαίσθητη, neuter ακαλαίσθητο)

  1. tasteless, lacking good taste
  2. ill-mannered, inelegant

Declension

[edit]
Declension of ακαλαίσθητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαλαίσθητος (akalaísthitos) ακαλαίσθητη (akalaísthiti) ακαλαίσθητο (akalaísthito) ακαλαίσθητοι (akalaísthitoi) ακαλαίσθητες (akalaísthites) ακαλαίσθητα (akalaísthita)
genitive ακαλαίσθητου (akalaísthitou) ακαλαίσθητης (akalaísthitis) ακαλαίσθητου (akalaísthitou) ακαλαίσθητων (akalaísthiton) ακαλαίσθητων (akalaísthiton) ακαλαίσθητων (akalaísthiton)
accusative ακαλαίσθητο (akalaísthito) ακαλαίσθητη (akalaísthiti) ακαλαίσθητο (akalaísthito) ακαλαίσθητους (akalaísthitous) ακαλαίσθητες (akalaísthites) ακαλαίσθητα (akalaísthita)
vocative ακαλαίσθητε (akalaísthite) ακαλαίσθητη (akalaísthiti) ακαλαίσθητο (akalaísthito) ακαλαίσθητοι (akalaísthitoi) ακαλαίσθητες (akalaísthites) ακαλαίσθητα (akalaísthita)

Antonyms

[edit]
[edit]

See also

[edit]