Jump to content

ακαλλιέργητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακαλλιέργητος (akalliérgitosm (feminine ακαλλιέργητη, neuter ακαλλιέργητο)

  1. uncultivated (lacking culture, manners, education, etc)
  2. (agriculture) uncultivated, fallow

Declension

[edit]
Declension of ακαλλιέργητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαλλιέργητος (akalliérgitos) ακαλλιέργητη (akalliérgiti) ακαλλιέργητο (akalliérgito) ακαλλιέργητοι (akalliérgitoi) ακαλλιέργητες (akalliérgites) ακαλλιέργητα (akalliérgita)
genitive ακαλλιέργητου (akalliérgitou) ακαλλιέργητης (akalliérgitis) ακαλλιέργητου (akalliérgitou) ακαλλιέργητων (akalliérgiton) ακαλλιέργητων (akalliérgiton) ακαλλιέργητων (akalliérgiton)
accusative ακαλλιέργητο (akalliérgito) ακαλλιέργητη (akalliérgiti) ακαλλιέργητο (akalliérgito) ακαλλιέργητους (akalliérgitous) ακαλλιέργητες (akalliérgites) ακαλλιέργητα (akalliérgita)
vocative ακαλλιέργητε (akalliérgite) ακαλλιέργητη (akalliérgiti) ακαλλιέργητο (akalliérgito) ακαλλιέργητοι (akalliérgitoi) ακαλλιέργητες (akalliérgites) ακαλλιέργητα (akalliérgita)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]