Jump to content

αιχμαλωσία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αιχμαλωσία (aichmalosíaf (plural αιχμαλωσίες)

  1. captivity

Declension

[edit]
Declension of αιχμαλωσία
singular plural
nominative αιχμαλωσία (aichmalosía) αιχμαλωσίες (aichmalosíes)
genitive αιχμαλωσίας (aichmalosías) αιχμαλωσιών (aichmalosión)
accusative αιχμαλωσία (aichmalosía) αιχμαλωσίες (aichmalosíes)
vocative αιχμαλωσία (aichmalosía) αιχμαλωσίες (aichmalosíes)
[edit]