Jump to content

αισχρότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek αἰσχρότης (aiskhrótēs), equivalent to αισχρός (aischrós, obscene) +‎ -ότητα (-ótita, -ty, -ness).

Noun

[edit]

αισχρότητα (aischrótitaf (plural αισχρότητες)

  1. obscenity, dirty talk

Declension

[edit]
Declension of αισχρότητα
singular plural
nominative αισχρότητα (aischrótita) αισχρότητες (aischrótites)
genitive αισχρότητας (aischrótitas) αισχροτητων (aischrotiton)
accusative αισχρότητα (aischrótita) αισχρότητες (aischrótites)
vocative αισχρότητα (aischrótita) αισχρότητες (aischrótites)