Jump to content

αινιγματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek αἰνιγματικός (ainigmatikós).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αινιγματικός (ainigmatikósm (feminine αινιγματική, neuter αινιγματικό)

  1. enigmatic (pertaining to an enigma)
  2. enigmatic, mysterious, inscrutable, cryptic

Declension

[edit]
Declension of αινιγματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αινιγματικός (ainigmatikós) αινιγματική (ainigmatikí) αινιγματικό (ainigmatikó) αινιγματικοί (ainigmatikoí) αινιγματικές (ainigmatikés) αινιγματικά (ainigmatiká)
genitive αινιγματικού (ainigmatikoú) αινιγματικής (ainigmatikís) αινιγματικού (ainigmatikoú) αινιγματικών (ainigmatikón) αινιγματικών (ainigmatikón) αινιγματικών (ainigmatikón)
accusative αινιγματικό (ainigmatikó) αινιγματική (ainigmatikí) αινιγματικό (ainigmatikó) αινιγματικούς (ainigmatikoús) αινιγματικές (ainigmatikés) αινιγματικά (ainigmatiká)
vocative αινιγματικέ (ainigmatiké) αινιγματική (ainigmatikí) αινιγματικό (ainigmatikó) αινιγματικοί (ainigmatikoí) αινιγματικές (ainigmatikés) αινιγματικά (ainigmatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αινιγματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αινιγματικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αινιγματικότερος (ainigmatikóteros) αινιγματικότερη (ainigmatikóteri) αινιγματικότερο (ainigmatikótero) αινιγματικότεροι (ainigmatikóteroi) αινιγματικότερες (ainigmatikóteres) αινιγματικότερα (ainigmatikótera)
genitive αινιγματικότερου (ainigmatikóterou) αινιγματικότερης (ainigmatikóteris) αινιγματικότερου (ainigmatikóterou) αινιγματικότερων (ainigmatikóteron) αινιγματικότερων (ainigmatikóteron) αινιγματικότερων (ainigmatikóteron)
accusative αινιγματικότερο (ainigmatikótero) αινιγματικότερη (ainigmatikóteri) αινιγματικότερο (ainigmatikótero) αινιγματικότερους (ainigmatikóterous) αινιγματικότερες (ainigmatikóteres) αινιγματικότερα (ainigmatikótera)
vocative αινιγματικότερε (ainigmatikótere) αινιγματικότερη (ainigmatikóteri) αινιγματικότερο (ainigmatikótero) αινιγματικότεροι (ainigmatikóteroi) αινιγματικότερες (ainigmatikóteres) αινιγματικότερα (ainigmatikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αινιγματικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αινιγματικότατος (ainigmatikótatos) αινιγματικότατη (ainigmatikótati) αινιγματικότατο (ainigmatikótato) αινιγματικότατοι (ainigmatikótatoi) αινιγματικότατες (ainigmatikótates) αινιγματικότατα (ainigmatikótata)
genitive αινιγματικότατου (ainigmatikótatou) αινιγματικότατης (ainigmatikótatis) αινιγματικότατου (ainigmatikótatou) αινιγματικότατων (ainigmatikótaton) αινιγματικότατων (ainigmatikótaton) αινιγματικότατων (ainigmatikótaton)
accusative αινιγματικότατο (ainigmatikótato) αινιγματικότατη (ainigmatikótati) αινιγματικότατο (ainigmatikótato) αινιγματικότατους (ainigmatikótatous) αινιγματικότατες (ainigmatikótates) αινιγματικότατα (ainigmatikótata)
vocative αινιγματικότατε (ainigmatikótate) αινιγματικότατη (ainigmatikótati) αινιγματικότατο (ainigmatikótato) αινιγματικότατοι (ainigmatikótatoi) αινιγματικότατες (ainigmatikótates) αινιγματικότατα (ainigmatikótata)
[edit]