αινιγματική
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αινιγματική • (ainigmatikí)
- nominative feminine singular of αινιγματικός (ainigmatikós)
- accusative feminine singular of αινιγματικός (ainigmatikós)
- vocative feminine singular of αινιγματικός (ainigmatikós)