Jump to content

αιμοσταγής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αιμοσταγής (aimostagísm (feminine αιμοσταγής, neuter αιμοσταγές)

  1. bloodstained
  2. (figuratively) bloodthirsty, bloodstained, violent

Declension

[edit]
Declension of αιμοσταγής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιμοσταγής (aimostagís) αιμοσταγής (aimostagís) αιμοσταγές (aimostagés) αιμοσταγείς (aimostageís) αιμοσταγείς (aimostageís) αιμοσταγή (aimostagí)
genitive αιμοσταγούς (aimostagoús)
αιμοσταγή (aimostagí)
αιμοσταγούς (aimostagoús) αιμοσταγούς (aimostagoús) αιμοσταγών (aimostagón) αιμοσταγών (aimostagón) αιμοσταγών (aimostagón)
accusative αιμοσταγή (aimostagí) αιμοσταγή (aimostagí) αιμοσταγές (aimostagés) αιμοσταγείς (aimostageís) αιμοσταγείς (aimostageís) αιμοσταγή (aimostagí)
vocative αιμοσταγή (aimostagí)
αιμοσταγής (aimostagís)
αιμοσταγής (aimostagís) αιμοσταγές (aimostagés) αιμοσταγείς (aimostageís) αιμοσταγείς (aimostageís) αιμοσταγή (aimostagí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιμοσταγής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιμοσταγής, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]