Jump to content

αιμοδιψής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αιμοδιψής (aimodipsísm (feminine αιμοδιψής, neuter αιμοδιψές)

  1. bloodthirsty

Declension

[edit]
Declension of αιμοδιψής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιμοδιψής (aimodipsís) αιμοδιψής (aimodipsís) αιμοδιψές (aimodipsés) αιμοδιψείς (aimodipseís) αιμοδιψείς (aimodipseís) αιμοδιψή (aimodipsí)
genitive αιμοδιψούς (aimodipsoús)
αιμοδιψή (aimodipsí)
αιμοδιψούς (aimodipsoús) αιμοδιψούς (aimodipsoús) αιμοδιψών (aimodipsón) αιμοδιψών (aimodipsón) αιμοδιψών (aimodipsón)
accusative αιμοδιψή (aimodipsí) αιμοδιψή (aimodipsí) αιμοδιψές (aimodipsés) αιμοδιψείς (aimodipseís) αιμοδιψείς (aimodipseís) αιμοδιψή (aimodipsí)
vocative αιμοδιψή (aimodipsí)
αιμοδιψής (aimodipsís)
αιμοδιψής (aimodipsís) αιμοδιψές (aimodipsés) αιμοδιψείς (aimodipseís) αιμοδιψείς (aimodipseís) αιμοδιψή (aimodipsí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιμοδιψής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιμοδιψής, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]