αζύγιστος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αζύγιαστος (azýgiastos)
Adjective
[edit]αζύγιστος • (azýgistos) m (feminine αζύγιστη, neuter αζύγιστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αζύγιστος (azýgistos) | αζύγιστη (azýgisti) | αζύγιστο (azýgisto) | αζύγιστοι (azýgistoi) | αζύγιστες (azýgistes) | αζύγιστα (azýgista) | |
genitive | αζύγιστου (azýgistou) | αζύγιστης (azýgistis) | αζύγιστου (azýgistou) | αζύγιστων (azýgiston) | αζύγιστων (azýgiston) | αζύγιστων (azýgiston) | |
accusative | αζύγιστο (azýgisto) | αζύγιστη (azýgisti) | αζύγιστο (azýgisto) | αζύγιστους (azýgistous) | αζύγιστες (azýgistes) | αζύγιστα (azýgista) | |
vocative | αζύγιστε (azýgiste) | αζύγιστη (azýgisti) | αζύγιστο (azýgisto) | αζύγιστοι (azýgistoi) | αζύγιστες (azýgistes) | αζύγιστα (azýgista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αζύγιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αζύγιστος, etc.)
Related terms
[edit]- ζυγίζω (zygízo, “to weigh”)