Jump to content

αζύγιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αζύγιστος (azýgistosm (feminine αζύγιστη, neuter αζύγιστο)

  1. unweighed, untared
  2. (figuratively) unconsidered

Declension

[edit]
Declension of αζύγιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αζύγιστος (azýgistos) αζύγιστη (azýgisti) αζύγιστο (azýgisto) αζύγιστοι (azýgistoi) αζύγιστες (azýgistes) αζύγιστα (azýgista)
genitive αζύγιστου (azýgistou) αζύγιστης (azýgistis) αζύγιστου (azýgistou) αζύγιστων (azýgiston) αζύγιστων (azýgiston) αζύγιστων (azýgiston)
accusative αζύγιστο (azýgisto) αζύγιστη (azýgisti) αζύγιστο (azýgisto) αζύγιστους (azýgistous) αζύγιστες (azýgistes) αζύγιστα (azýgista)
vocative αζύγιστε (azýgiste) αζύγιστη (azýgisti) αζύγιστο (azýgisto) αζύγιστοι (azýgistoi) αζύγιστες (azýgistes) αζύγιστα (azýgista)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αζύγιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αζύγιστος, etc.)

[edit]