Jump to content

αζύγιαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αζύγιαστος (azýgiastosm (feminine αζύγιαστη, neuter αζύγιαστο)

  1. Alternative form of αζύγιστος (azýgistos)

Declension

[edit]
Declension of αζύγιαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αζύγιαστος (azýgiastos) αζύγιαστη (azýgiasti) αζύγιαστο (azýgiasto) αζύγιαστοι (azýgiastoi) αζύγιαστες (azýgiastes) αζύγιαστα (azýgiasta)
genitive αζύγιαστου (azýgiastou) αζύγιαστης (azýgiastis) αζύγιαστου (azýgiastou) αζύγιαστων (azýgiaston) αζύγιαστων (azýgiaston) αζύγιαστων (azýgiaston)
accusative αζύγιαστο (azýgiasto) αζύγιαστη (azýgiasti) αζύγιαστο (azýgiasto) αζύγιαστους (azýgiastous) αζύγιαστες (azýgiastes) αζύγιαστα (azýgiasta)
vocative αζύγιαστε (azýgiaste) αζύγιαστη (azýgiasti) αζύγιαστο (azýgiasto) αζύγιαστοι (azýgiastoi) αζύγιαστες (azýgiastes) αζύγιαστα (azýgiasta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αζύγιαστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αζύγιαστος, etc.)