αερομαχία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αερο- (aero-, “air”) + μάχη (máchi, “combat”)
Noun
[edit]αερομαχία • (aeromachía) f (plural αερομαχίες)
Declension
[edit]Declension of αερομαχία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αερομαχία • | αερομαχίες • |
genitive | αερομαχίας • | αερομαχιών • |
accusative | αερομαχία • | αερομαχίες • |
vocative | αερομαχία • | αερομαχίες • |
Related terms
[edit]- αερομαχώ (aeromachó, “to fight in the air”)
Further reading
[edit]- αερομαχία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el