Jump to content

αεραντλία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αερ- (aer-, air) +‎ αντλία (antlía, pump)

Noun

[edit]

αεραντλία (aerantlíaf (plural αεραντλίες)

  1. air-pump

Declension

[edit]
Declension of αεραντλία
singular plural
nominative αεραντλία (aerantlía) αεραντλίες (aerantlíes)
genitive αεραντλίας (aerantlías) αεραντίών (aerantíón)
accusative αεραντλία (aerantlía) αεραντλίες (aerantlíes)
vocative αεραντλία (aerantlía) αεραντλίες (aerantlíes)
[edit]