Jump to content

αδρανοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αδρανοποίηση (adranopoíisif (plural αδρανοποιήσεις)

  1. inactivation
  2. (computing) powering down

Declension

[edit]
Declension of αδρανοποίηση
singular plural
nominative αδρανοποίηση (adranopoíisi) αδρανοποιήσεις (adranopoiíseis)
genitive αδρανοποίησης (adranopoíisis) αδρανοποιήσεων (adranopoiíseon)
accusative αδρανοποίηση (adranopoíisi) αδρανοποιήσεις (adranopoiíseis)
vocative αδρανοποίηση (adranopoíisi) αδρανοποιήσεις (adranopoiíseis)

Older or formal genitive singular: αδρανοποιήσεως (adranopoiíseos)

[edit]

See also

[edit]