αδρανοποίηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αδρανοποίηση • (adranopoíisi) f (plural αδρανοποιήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδρανοποίηση (adranopoíisi) | αδρανοποιήσεις (adranopoiíseis) |
genitive | αδρανοποίησης (adranopoíisis) | αδρανοποιήσεων (adranopoiíseon) |
accusative | αδρανοποίηση (adranopoíisi) | αδρανοποιήσεις (adranopoiíseis) |
vocative | αδρανοποίηση (adranopoíisi) | αδρανοποιήσεις (adranopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: αδρανοποιήσεως (adranopoiíseos)
Related terms
[edit]- αδρανοποιώ (adranopoió, “to inactivate, to power down”)
- and see: αδράνεια f (adráneia, “inertia”)
See also
[edit]- χειμερία νάρκη f (cheimería nárki, “hibernation”)