From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.ðɾa.no.piˈo/
Hyphenation: α‧δρα‧νο‧ποι‧ώ
αδρανοποιώ • (adranopoió ) (past αδρανοποίησα , passive αδρανοποιούμαι , p‑past αδρανοποιήθηκα , ppp αδρανοποιημένος )
to inactivate
( computing ) to power down
αδρανοποιώ , αδρανοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αδρανοποιώ
αδρανοποιήσω
αδρανοποιούμαι
αδρανοποιηθώ
2 sg
αδρανοποιείς
αδρανοποιήσεις
αδρανοποιείσαι
αδρανοποιηθείς
3 sg
αδρανοποιεί
αδρανοποιήσει
αδρανοποιείται
αδρανοποιηθεί
1 pl
αδρανοποιούμε
αδρανοποιήσουμε , [-ομε ]
αδρανοποιούμαστε , αδρανοποιόμαστε
αδρανοποιηθούμε
2 pl
αδρανοποιείτε
αδρανοποιήσετε
αδρανοποιείστε , (αδρανοποιόσαστε )
αδρανοποιηθείτε
3 pl
αδρανοποιούν (ε )
αδρανοποιήσουν (ε )
αδρανοποιούνται
αδρανοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αδρανοποιούσα
αδρανοποίησα
αδρανοποιούμουν (α ), αδρανοποιόμουν (α )
αδρανοποιήθηκα
2 sg
αδρανοποιούσες
αδρανοποίησες
[αδρανοποιούσουν (α )], αδρανοποιόσουν (α )
αδρανοποιήθηκες
3 sg
αδρανοποιούσε
αδρανοποίησε
αδρανοποιούνταν , αδρανοποιόταν (ε ), {αδρανοποιείτο }
αδρανοποιήθηκε
1 pl
αδρανοποιούσαμε
αδρανοποιήσαμε
αδρανοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), αδρανοποιόμασταν , (‑όμαστε )
αδρανοποιηθήκαμε
2 pl
αδρανοποιούσατε
αδρανοποιήσατε
[αδρανοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], αδρανοποιόσασταν , (‑όσαστε )
αδρανοποιηθήκατε
3 pl
αδρανοποιούσαν (ε )
αδρανοποίησαν , αδρανοποιήσαν (ε )
αδρανοποιούνταν , αδρανοποιόνταν (ε ), (αδρανοποιόντουσαν ), {αδρανοποιούντο }
αδρανοποιήθηκαν , αδρανοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αδρανοποιώ ➤
θα αδρανοποιήσω ➤
θα αδρανοποιούμαι ➤
θα αδρανοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αδρανοποιείς , …
θα αδρανοποιήσεις , …
θα αδρανοποιείσαι , …
θα αδρανοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αδρανοποιήσει έχω, έχεις, … αδρανοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αδρανοποιηθεί είμαι , είσαι , … αδρανοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αδρανοποιήσει είχα, είχες, … αδρανοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αδρανοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … αδρανοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αδρανοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αδρανοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αδρανοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αδρανοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αδρανοποίησε
—
αδρανοποιήσου
2 pl
αδρανοποιείτε
αδρανοποιήστε
αδρανοποιείστε
αδρανοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αδρανοποιώντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αδρανοποιήσει ➤
αδρανοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αδρανοποιήσει
αδρανοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.