αδιευκρίνιστος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αδιευκρίνιστος • (adiefkrínistos) m (feminine αδιευκρίνιστη, neuter αδιευκρίνιστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιευκρίνιστος (adiefkrínistos) | αδιευκρίνιστη (adiefkrínisti) | αδιευκρίνιστο (adiefkrínisto) | αδιευκρίνιστοι (adiefkrínistoi) | αδιευκρίνιστες (adiefkrínistes) | αδιευκρίνιστα (adiefkrínista) | |
genitive | αδιευκρίνιστου (adiefkrínistou) | αδιευκρίνιστης (adiefkrínistis) | αδιευκρίνιστου (adiefkrínistou) | αδιευκρίνιστων (adiefkríniston) | αδιευκρίνιστων (adiefkríniston) | αδιευκρίνιστων (adiefkríniston) | |
accusative | αδιευκρίνιστο (adiefkrínisto) | αδιευκρίνιστη (adiefkrínisti) | αδιευκρίνιστο (adiefkrínisto) | αδιευκρίνιστους (adiefkrínistous) | αδιευκρίνιστες (adiefkrínistes) | αδιευκρίνιστα (adiefkrínista) | |
vocative | αδιευκρίνιστε (adiefkríniste) | αδιευκρίνιστη (adiefkrínisti) | αδιευκρίνιστο (adiefkrínisto) | αδιευκρίνιστοι (adiefkrínistoi) | αδιευκρίνιστες (adiefkrínistes) | αδιευκρίνιστα (adiefkrínista) |