Jump to content

αδιευκρίνιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aðiefˈkɾinistos/

Adjective

[edit]

αδιευκρίνιστος (adiefkrínistosm (feminine αδιευκρίνιστη, neuter αδιευκρίνιστο)

  1. unclarified, unclear, obscure, unknown

Declension

[edit]
Declension of αδιευκρίνιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιευκρίνιστος (adiefkrínistos) αδιευκρίνιστη (adiefkrínisti) αδιευκρίνιστο (adiefkrínisto) αδιευκρίνιστοι (adiefkrínistoi) αδιευκρίνιστες (adiefkrínistes) αδιευκρίνιστα (adiefkrínista)
genitive αδιευκρίνιστου (adiefkrínistou) αδιευκρίνιστης (adiefkrínistis) αδιευκρίνιστου (adiefkrínistou) αδιευκρίνιστων (adiefkríniston) αδιευκρίνιστων (adiefkríniston) αδιευκρίνιστων (adiefkríniston)
accusative αδιευκρίνιστο (adiefkrínisto) αδιευκρίνιστη (adiefkrínisti) αδιευκρίνιστο (adiefkrínisto) αδιευκρίνιστους (adiefkrínistous) αδιευκρίνιστες (adiefkrínistes) αδιευκρίνιστα (adiefkrínista)
vocative αδιευκρίνιστε (adiefkríniste) αδιευκρίνιστη (adiefkrínisti) αδιευκρίνιστο (adiefkrínisto) αδιευκρίνιστοι (adiefkrínistoi) αδιευκρίνιστες (adiefkrínistes) αδιευκρίνιστα (adiefkrínista)