αδιευκρίνιστοι
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αδιευκρίνιστοι • (adiefkrínistoi)
- nominative masculine plural of αδιευκρίνιστος (adiefkrínistos)
- vocative masculine plural of αδιευκρίνιστος (adiefkrínistos)
αδιευκρίνιστοι • (adiefkrínistoi)