Jump to content

αδιαφανής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιαφανής (adiafanísm (feminine αδιαφανής, neuter αδιαφανές)

  1. opaque
  2. (figuratively) devious, underhand

Declension

[edit]
Declension of αδιαφανής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαφανής (adiafanís) αδιαφανής (adiafanís) αδιαφανές (adiafanés) αδιαφανείς (adiafaneís) αδιαφανείς (adiafaneís) αδιαφανή (adiafaní)
genitive αδιαφανούς (adiafanoús)
αδιαφανή (adiafaní)
αδιαφανούς (adiafanoús) αδιαφανούς (adiafanoús) αδιαφανών (adiafanón) αδιαφανών (adiafanón) αδιαφανών (adiafanón)
accusative αδιαφανή (adiafaní) αδιαφανή (adiafaní) αδιαφανές (adiafanés) αδιαφανείς (adiafaneís) αδιαφανείς (adiafaneís) αδιαφανή (adiafaní)
vocative αδιαφανή (adiafaní)
αδιαφανής (adiafanís)
αδιαφανής (adiafanís) αδιαφανές (adiafanés) αδιαφανείς (adiafaneís) αδιαφανείς (adiafaneís) αδιαφανή (adiafaní)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιαφανής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιαφανής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαφανέστερος (adiafanésteros) αδιαφανέστερη (adiafanésteri) αδιαφανέστερο (adiafanéstero) αδιαφανέστεροι (adiafanésteroi) αδιαφανέστερες (adiafanésteres) αδιαφανέστερα (adiafanéstera)
genitive αδιαφανέστερου (adiafanésterou) αδιαφανέστερης (adiafanésteris) αδιαφανέστερου (adiafanésterou) αδιαφανέστερων (adiafanésteron) αδιαφανέστερων (adiafanésteron) αδιαφανέστερων (adiafanésteron)
accusative αδιαφανέστερο (adiafanéstero) αδιαφανέστερη (adiafanésteri) αδιαφανέστερο (adiafanéstero) αδιαφανέστερους (adiafanésterous) αδιαφανέστερες (adiafanésteres) αδιαφανέστερα (adiafanéstera)
vocative αδιαφανέστερε (adiafanéstere) αδιαφανέστερη (adiafanésteri) αδιαφανέστερο (adiafanéstero) αδιαφανέστεροι (adiafanésteroi) αδιαφανέστερες (adiafanésteres) αδιαφανέστερα (adiafanéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αδιαφανέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαφανέστατος (adiafanéstatos) αδιαφανέστατη (adiafanéstati) αδιαφανέστατο (adiafanéstato) αδιαφανέστατοι (adiafanéstatoi) αδιαφανέστατες (adiafanéstates) αδιαφανέστατα (adiafanéstata)
genitive αδιαφανέστατου (adiafanéstatou) αδιαφανέστατης (adiafanéstatis) αδιαφανέστατου (adiafanéstatou) αδιαφανέστατων (adiafanéstaton) αδιαφανέστατων (adiafanéstaton) αδιαφανέστατων (adiafanéstaton)
accusative αδιαφανέστατο (adiafanéstato) αδιαφανέστατη (adiafanéstati) αδιαφανέστατο (adiafanéstato) αδιαφανέστατους (adiafanéstatous) αδιαφανέστατες (adiafanéstates) αδιαφανέστατα (adiafanéstata)
vocative αδιαφανέστατε (adiafanéstate) αδιαφανέστατη (adiafanéstati) αδιαφανέστατο (adiafanéstato) αδιαφανέστατοι (adiafanéstatoi) αδιαφανέστατες (adiafanéstates) αδιαφανέστατα (adiafanéstata)
[edit]