Jump to content

αδιαφάνεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αδιαφάνεια (adiafáneiaf (plural αδιαφάνειες)

  1. opacity, opaqueness

Declension

[edit]
Declension of αδιαφάνεια
singular plural
nominative αδιαφάνεια (adiafáneia) αδιαφάνειες (adiafáneies)
genitive αδιαφάνειας (adiafáneias) αδιαφανειών (adiafaneión)
accusative αδιαφάνεια (adiafáneia) αδιαφάνειες (adiafáneies)
vocative αδιαφάνεια (adiafáneia) αδιαφάνειες (adiafáneies)
[edit]