Jump to content

αδιάλειπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιάλειπτος (adiáleiptosm (feminine αδιάλειπτη, neuter αδιάλειπτο)

  1. incessant, continuous

Declension

[edit]
Declension of αδιάλειπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιάλειπτος (adiáleiptos) αδιάλειπτη (adiáleipti) αδιάλειπτο (adiáleipto) αδιάλειπτοι (adiáleiptoi) αδιάλειπτες (adiáleiptes) αδιάλειπτα (adiáleipta)
genitive αδιάλειπτου (adiáleiptou) αδιάλειπτης (adiáleiptis) αδιάλειπτου (adiáleiptou) αδιάλειπτων (adiáleipton) αδιάλειπτων (adiáleipton) αδιάλειπτων (adiáleipton)
accusative αδιάλειπτο (adiáleipto) αδιάλειπτη (adiáleipti) αδιάλειπτο (adiáleipto) αδιάλειπτους (adiáleiptous) αδιάλειπτες (adiáleiptes) αδιάλειπτα (adiáleipta)
vocative αδιάλειπτε (adiáleipte) αδιάλειπτη (adiáleipti) αδιάλειπτο (adiáleipto) αδιάλειπτοι (adiáleiptoi) αδιάλειπτες (adiáleiptes) αδιάλειπτα (adiáleipta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιάλειπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάλειπτος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]