Jump to content

αδημιούργητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδημιούργητος (adimioúrgitosm (feminine αδημιούργητη, neuter αδημιούργητο)

  1. not created, uncreated, not made
    Synonyms: αποίητος (apoíitos), ακάμωτος (akámotos), άπλαστος (áplastos)
    Antonyms: δημιουργημένος (dimiourgiménos), καμωμένος (kamoménos)

Declension

[edit]
Declension of αδημιούργητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδημιούργητος (adimioúrgitos) αδημιούργητη (adimioúrgiti) αδημιούργητο (adimioúrgito) αδημιούργητοι (adimioúrgitoi) αδημιούργητες (adimioúrgites) αδημιούργητα (adimioúrgita)
genitive αδημιούργητου (adimioúrgitou) αδημιούργητης (adimioúrgitis) αδημιούργητου (adimioúrgitou) αδημιούργητων (adimioúrgiton) αδημιούργητων (adimioúrgiton) αδημιούργητων (adimioúrgiton)
accusative αδημιούργητο (adimioúrgito) αδημιούργητη (adimioúrgiti) αδημιούργητο (adimioúrgito) αδημιούργητους (adimioúrgitous) αδημιούργητες (adimioúrgites) αδημιούργητα (adimioúrgita)
vocative αδημιούργητε (adimioúrgite) αδημιούργητη (adimioúrgiti) αδημιούργητο (adimioúrgito) αδημιούργητοι (adimioúrgitoi) αδημιούργητες (adimioúrgites) αδημιούργητα (adimioúrgita)