Jump to content

άπλαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άπλαστος (áplastosm (feminine άπλαστη, neuter άπλαστο)

  1. unformed, without form, formless
  2. unmade, not created
    Antonyms: πλασμένος (plasménos), πλαστός (plastós)

Declension

[edit]
Declension of άπλαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπλαστος (áplastos) άπλαστη (áplasti) άπλαστο (áplasto) άπλαστοι (áplastoi) άπλαστες (áplastes) άπλαστα (áplasta)
genitive άπλαστου (áplastou) άπλαστης (áplastis) άπλαστου (áplastou) άπλαστων (áplaston) άπλαστων (áplaston) άπλαστων (áplaston)
accusative άπλαστο (áplasto) άπλαστη (áplasti) άπλαστο (áplasto) άπλαστους (áplastous) άπλαστες (áplastes) άπλαστα (áplasta)
vocative άπλαστε (áplaste) άπλαστη (áplasti) άπλαστο (áplasto) άπλαστοι (áplastoi) άπλαστες (áplastes) άπλαστα (áplasta)