Jump to content

αδάπανος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδάπανος (adápanosm (feminine αδάπανη, neuter αδάπανο)

  1. free of charge, free, gratis, without charge

Declension

[edit]
Declension of αδάπανος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδάπανος (adápanos) αδάπανη (adápani) αδάπανο (adápano) αδάπανοι (adápanoi) αδάπανες (adápanes) αδάπανα (adápana)
genitive αδάπανου (adápanou) αδάπανης (adápanis) αδάπανου (adápanou) αδάπανων (adápanon) αδάπανων (adápanon) αδάπανων (adápanon)
accusative αδάπανο (adápano) αδάπανη (adápani) αδάπανο (adápano) αδάπανους (adápanous) αδάπανες (adápanes) αδάπανα (adápana)
vocative αδάπανε (adápane) αδάπανη (adápani) αδάπανο (adápano) αδάπανοι (adápanoi) αδάπανες (adápanes) αδάπανα (adápana)
[edit]