From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Byzantine Greek ἁγιοποιῶ ( hagiopoiô ) . By surface analysis , αγιο- ( agio- ) + -ποιώ ( -poió ) .
IPA (key ) : /a.ʝi.o.pi.ˈo/
Hyphenation: α‧γι‧ο‧ποι‧ώ
αγιοποιώ • (agiopoió ) (past αγιοποίησα , passive αγιοποιούμαι , p‑past αγιοποιήθηκα , ppp αγιοποιημένος )
( religion ) to canonise ( UK ) , canonize ( US )
to sanctify
αγιοποιώ , αγιοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αγιοποιώ
αγιοποιήσω
αγιοποιούμαι
αγιοποιηθώ
2 sg
αγιοποιείς
αγιοποιήσεις
αγιοποιείσαι
αγιοποιηθείς
3 sg
αγιοποιεί
αγιοποιήσει
αγιοποιείται
αγιοποιηθεί
1 pl
αγιοποιούμε
αγιοποιήσουμε , [-ομε ]
αγιοποιούμαστε , αγιοποιόμαστε
αγιοποιηθούμε
2 pl
αγιοποιείτε
αγιοποιήσετε
αγιοποιείστε , (αγιοποιόσαστε )
αγιοποιηθείτε
3 pl
αγιοποιούν (ε )
αγιοποιήσουν (ε )
αγιοποιούνται
αγιοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αγιοποιούσα
αγιοποίησα
αγιοποιούμουν (α ), αγιοποιόμουν (α )
αγιοποιήθηκα
2 sg
αγιοποιούσες
αγιοποίησες
[αγιοποιούσουν (α )], αγιοποιόσουν (α )
αγιοποιήθηκες
3 sg
αγιοποιούσε
αγιοποίησε
αγιοποιούνταν , αγιοποιόταν (ε ), {αγιοποιείτο }
αγιοποιήθηκε
1 pl
αγιοποιούσαμε
αγιοποιήσαμε
αγιοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), αγιοποιόμασταν , (‑όμαστε )
αγιοποιηθήκαμε
2 pl
αγιοποιούσατε
αγιοποιήσατε
[αγιοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], αγιοποιόσασταν , (‑όσαστε )
αγιοποιηθήκατε
3 pl
αγιοποιούσαν (ε )
αγιοποίησαν , αγιοποιήσαν (ε )
αγιοποιούνταν , αγιοποιόνταν (ε ), (αγιοποιόντουσαν ), {αγιοποιούντο }
αγιοποιήθηκαν , αγιοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αγιοποιώ ➤
θα αγιοποιήσω ➤
θα αγιοποιούμαι ➤
θα αγιοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αγιοποιείς , …
θα αγιοποιήσεις , …
θα αγιοποιείσαι , …
θα αγιοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αγιοποιήσει έχω, έχεις, … αγιοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αγιοποιηθεί είμαι , είσαι , … αγιοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αγιοποιήσει είχα, είχες, … αγιοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αγιοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … αγιοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αγιοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αγιοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αγιοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αγιοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αγιοποίησε
—
αγιοποιήσου
2 pl
αγιοποιείτε
αγιοποιήστε
αγιοποιείστε
αγιοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αγιοποιώντας ➤
αγιοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αγιοποιήσει ➤
αγιοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αγιοποιήσει
αγιοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: άγιος m ( ágios , “ saint ” ) , άγιος ( ágios , “ holy, saintly ” , adjective )