έξαλλος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]έξαλλος • (éxallos) m (feminine έξαλλη, neuter έξαλλο)
Declension
[edit]Declension of έξαλλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έξαλλος • | έξαλλη • | έξαλλο • | έξαλλοι • | έξαλλες • | έξαλλα • |
genitive | έξαλλου • | έξαλλης • | έξαλλου • | έξαλλων • | έξαλλων • | έξαλλων • |
accusative | έξαλλο • | έξαλλη • | έξαλλο • | έξαλλους • | έξαλλες • | έξαλλα • |
vocative | έξαλλε • | έξαλλη • | έξαλλο • | έξαλλοι • | έξαλλες • | έξαλλα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έξαλλος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έξαλλος, etc.) |
Coordinate terms
[edit]- θυμωμένος (thymoménos, “angry”)
- νευριασμένος (nevriasménos, “angry, irritated”)