Jump to content

έμμονος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἔμμονος (émmonos), from Ancient Greek ἐμμένω (emménō, to stay in place, to remain fixed).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈemonos/
  • Hyphenation: έ‧μμο‧νος

Adjective

[edit]

έμμονος (émmonosm (feminine έμμονη, neuter έμμονο)

  1. obsessive, persistent, fixated, persevering (repeated and unyielding)
    έμμονη κακοκαιρίαémmoni kakokairíapersistent bad weather
    έμμονη ιδέαémmoni idéaidée fixe, obsession, hobby horse
    Έχει έμμονο φόβο ότι θα πάθει καρκίνο.
    Échei émmono fóvo óti tha páthei karkíno.
    She has a persistent fear of getting cancer.

Declension

[edit]
Declension of έμμονος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έμμονος (émmonos) έμμονη (émmoni) έμμονο (émmono) έμμονοι (émmonoi) έμμονες (émmones) έμμονα (émmona)
genitive έμμονου (émmonou) έμμονης (émmonis) έμμονου (émmonou) έμμονων (émmonon) έμμονων (émmonon) έμμονων (émmonon)
accusative έμμονο (émmono) έμμονη (émmoni) έμμονο (émmono) έμμονους (émmonous) έμμονες (émmones) έμμονα (émmona)
vocative έμμονε (émmone) έμμονη (émmoni) έμμονο (émmono) έμμονοι (émmonoi) έμμονες (émmones) έμμονα (émmona)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]