Jump to content

έμμετρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

έμμετρος (émmetrosm (feminine έμμετρη, neuter έμμετρο)

  1. in verse, metrical

Declension

[edit]
Declension of έμμετρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έμμετρος (émmetros) έμμετρη (émmetri) έμμετρο (émmetro) έμμετροι (émmetroi) έμμετρες (émmetres) έμμετρα (émmetra)
genitive έμμετρου (émmetrou) έμμετρης (émmetris) έμμετρου (émmetrou) έμμετρων (émmetron) έμμετρων (émmetron) έμμετρων (émmetron)
accusative έμμετρο (émmetro) έμμετρη (émmetri) έμμετρο (émmetro) έμμετρους (émmetrous) έμμετρες (émmetres) έμμετρα (émmetra)
vocative έμμετρε (émmetre) έμμετρη (émmetri) έμμετρο (émmetro) έμμετροι (émmetroi) έμμετρες (émmetres) έμμετρα (émmetra)
[edit]
  • έμμετρος λόγος m (émmetros lógos, poetry)