Jump to content

άσφαιρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ά- (á-, un-, privative alpha) +‎ σφαίρα (sfaíra, bullet). Attested since 1887 in Katharevousa as ἄσφαιρος (ásphairos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈa.sfe.ɾos/
  • Hyphenation: ά‧σφαι‧ρος

Adjective

[edit]

άσφαιρος (ásfairosm (feminine άσφαιρη, neuter άσφαιρο)

  1. (firearms) blank (cartridge)
    Antonym: ένσφαιρος (énsfairos)
    άσφαιρο φυσίγγιοásfairo fysíngioblank round
  2. (figuratively) failed to achieve, ineffective, harmless
  3. (figurative, colloquial, derogatory) infertile, barren

Declension

[edit]
Declension of άσφαιρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσφαιρος (ásfairos) άσφαιρη (ásfairi) άσφαιρο (ásfairo) άσφαιροι (ásfairoi) άσφαιρες (ásfaires) άσφαιρα (ásfaira)
genitive άσφαιρου (ásfairou) άσφαιρης (ásfairis) άσφαιρου (ásfairou) άσφαιρων (ásfairon) άσφαιρων (ásfairon) άσφαιρων (ásfairon)
accusative άσφαιρο (ásfairo) άσφαιρη (ásfairi) άσφαιρο (ásfairo) άσφαιρους (ásfairous) άσφαιρες (ásfaires) άσφαιρα (ásfaira)
vocative άσφαιρε (ásfaire) άσφαιρη (ásfairi) άσφαιρο (ásfairo) άσφαιροι (ásfairoi) άσφαιρες (ásfaires) άσφαιρα (ásfaira)

References

[edit]
  1. ^ ἄσφαιρος p.171, vol.1 - Koumanoudis, Stefanos Αth. (1900) Συναγωγὴ νέων λέξεων ὑπὸ τῶν λογίων πλασθεισῶν ἀπὸ τῆς Ἀλώσεως μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς χρόνων. Sunagōgḕ néōn léxeōn hupò tôn logíōn plastheisôn apò tês Alṓseōs mékhri tôn kath’ hēmâs khrónōn. [A collection of new words created by scholars from the fall of Constantinople until our times.] (In Katharevousa, Greek) Vols:1‑2. Athens: P. Dh. Sakellariou. @anemi, abbreviations (V).

Further reading

[edit]