Jump to content

άπονος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄπονος (áponos), morphologically ά- (á-, un-, a-, not) +‎ πόνος (pónos, pain).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈaponos/
  • Hyphenation: ά‧πο‧νος

Adjective

[edit]

άπονος (áponosm (feminine άπονη, neuter άπονο)

  1. heartless, uncaring, unfeeling, unsympathetic (not caring about the pain or suffering of others)
    Synonyms: άκαρδος (ákardos), άσπλαχνος (ásplachnos), ανάλγητος (análgitos)
    Antonyms: σπλαχνικός (splachnikós), πονετικός (ponetikós)
    Ήταν εντελώς άπονη προς τους άλλους.
    Ítan entelós áponi pros tous állous.
    She was completely uncaring towards others.
    • 1965, “Άπονη ζωή [Heartless Life]”, Lefteris Papadopoulos (lyrics), Stavros Xarchakos (music), performed by Grigoris Bithikotsis:
      Άπονη ζωή, μας πέταξες στου δρόμου την άκρη,
      μας αδίκησες.
      Áponi zoḯ, mas pétaxes stou drómou tin ákri,
      mas adíkises.
      Heartless life, you threw us to the side of the road,
      You did us wrong.

Declension

[edit]
Declension of άπονος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπονος (áponos) άπονη (áponi) άπονο (ápono) άπονοι (áponoi) άπονες (ápones) άπονα (ápona)
genitive άπονου (áponou) άπονης (áponis) άπονου (áponou) άπονων (áponon) άπονων (áponon) άπονων (áponon)
accusative άπονο (ápono) άπονη (áponi) άπονο (ápono) άπονους (áponous) άπονες (ápones) άπονα (ápona)
vocative άπονε (ápone) άπονη (áponi) άπονο (ápono) άπονοι (áponoi) άπονες (ápones) άπονα (ápona)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άπονος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άπονος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]