Jump to content

ανάλγητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάλγητος (análgitosm (feminine ανάλγητη, neuter ανάλγητο)

  1. insensible
  2. (figuratively) callous, insensitive

Declension

[edit]
Declension of ανάλγητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάλγητος (análgitos) ανάλγητη (análgiti) ανάλγητο (análgito) ανάλγητοι (análgitoi) ανάλγητες (análgites) ανάλγητα (análgita)
genitive ανάλγητου (análgitou) ανάλγητης (análgitis) ανάλγητου (análgitou) ανάλγητων (análgiton) ανάλγητων (análgiton) ανάλγητων (análgiton)
accusative ανάλγητο (análgito) ανάλγητη (análgiti) ανάλγητο (análgito) ανάλγητους (análgitous) ανάλγητες (análgites) ανάλγητα (análgita)
vocative ανάλγητε (análgite) ανάλγητη (análgiti) ανάλγητο (análgito) ανάλγητοι (análgitoi) ανάλγητες (análgites) ανάλγητα (análgita)
[edit]