άπλυτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]άπλυτος • (áplytos) m (feminine άπλυτη, neuter άπλυτο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άπλυτος (áplytos) | άπλυτη (áplyti) | άπλυτο (áplyto) | άπλυτοι (áplytoi) | άπλυτες (áplytes) | άπλυτα (áplyta) | |
genitive | άπλυτου (áplytou) | άπλυτης (áplytis) | άπλυτου (áplytou) | άπλυτων (áplyton) | άπλυτων (áplyton) | άπλυτων (áplyton) | |
accusative | άπλυτο (áplyto) | άπλυτη (áplyti) | άπλυτο (áplyto) | άπλυτους (áplytous) | άπλυτες (áplytes) | άπλυτα (áplyta) | |
vocative | άπλυτε (áplyte) | άπλυτη (áplyti) | άπλυτο (áplyto) | άπλυτοι (áplytoi) | άπλυτες (áplytes) | άπλυτα (áplyta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άπλυτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άπλυτος, etc.)