άπλυτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άπλυτος (áplytosm (feminine άπλυτη, neuter άπλυτο)

  1. unwashed, unclean, filthy
    Synonyms: ακάθαρτος (akáthartos), βρόμικος (vrómikos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπλυτος (áplytos) άπλυτη (áplyti) άπλυτο (áplyto) άπλυτοι (áplytoi) άπλυτες (áplytes) άπλυτα (áplyta)
genitive άπλυτου (áplytou) άπλυτης (áplytis) άπλυτου (áplytou) άπλυτων (áplyton) άπλυτων (áplyton) άπλυτων (áplyton)
accusative άπλυτο (áplyto) άπλυτη (áplyti) άπλυτο (áplyto) άπλυτους (áplytous) άπλυτες (áplytes) άπλυτα (áplyta)
vocative άπλυτε (áplyte) άπλυτη (áplyti) άπλυτο (áplyto) άπλυτοι (áplytoi) άπλυτες (áplytes) άπλυτα (áplyta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άπλυτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άπλυτος, etc.)

[edit]