άπιστος
Appearance
See also: ἄπιστος
Greek
[edit]Adjective
[edit]άπιστος • (ápistos) m (feminine άπιστη, neuter άπιστο)
- unbelieving, doubting, unfaithful
- (colloquial) atheist, atheistic
- (colloquial, noun) atheist
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άπιστος (ápistos) | άπιστη (ápisti) | άπιστο (ápisto) | άπιστοι (ápistoi) | άπιστες (ápistes) | άπιστα (ápista) | |
genitive | άπιστου (ápistou) | άπιστης (ápistis) | άπιστου (ápistou) | άπιστων (ápiston) | άπιστων (ápiston) | άπιστων (ápiston) | |
accusative | άπιστο (ápisto) | άπιστη (ápisti) | άπιστο (ápisto) | άπιστους (ápistous) | άπιστες (ápistes) | άπιστα (ápista) | |
vocative | άπιστε (ápiste) | άπιστη (ápisti) | άπιστο (ápisto) | άπιστοι (ápistoi) | άπιστες (ápistes) | άπιστα (ápista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άπιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άπιστος, etc.)
Related terms
[edit]- άπιστος Θωμάς m (ápistos Thomás, “doubting Thomas”)
- and see: αθεΐα f (atheḯa, “atheism”)