Jump to content

άπιστος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄπιστος

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άπιστος (ápistosm (feminine άπιστη, neuter άπιστο)

  1. unbelieving, doubting, unfaithful
  2. (colloquial) atheist, atheistic
  3. (colloquial, noun) atheist

Declension

[edit]
Declension of άπιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπιστος (ápistos) άπιστη (ápisti) άπιστο (ápisto) άπιστοι (ápistoi) άπιστες (ápistes) άπιστα (ápista)
genitive άπιστου (ápistou) άπιστης (ápistis) άπιστου (ápistou) άπιστων (ápiston) άπιστων (ápiston) άπιστων (ápiston)
accusative άπιστο (ápisto) άπιστη (ápisti) άπιστο (ápisto) άπιστους (ápistous) άπιστες (ápistes) άπιστα (ápista)
vocative άπιστε (ápiste) άπιστη (ápisti) άπιστο (ápisto) άπιστοι (ápistoi) άπιστες (ápistes) άπιστα (ápista)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άπιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άπιστος, etc.)

[edit]