άπιστος Θωμάς
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]άπιστος Θωμάς • (ápistos Thomás) m (plural άπιστοι Θωμάδες)
- doubting Thomas (one who doubts)
Declension
[edit]Further reading
[edit]- Απόστολος Θωμάς on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
άπιστος Θωμάς • (ápistos Thomás) m (plural άπιστοι Θωμάδες)