Jump to content

άπιοτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άπιοτος (ápiotosm (feminine άπιοτη, neuter άπιοτο)

  1. not drunk (of a beverage)
  2. undrinkable
  3. sober
    Synonym: αμέθυστος (améthystos)
    Antonym: μεθυσμένος (methysménos)

Declension

[edit]
Declension of άπιοτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπιοτος (ápiotos) άπιοτη (ápioti) άπιοτο (ápioto) άπιοτοι (ápiotoi) άπιοτες (ápiotes) άπιοτα (ápiota)
genitive άπιοτου (ápiotou) άπιοτης (ápiotis) άπιοτου (ápiotou) άπιοτων (ápioton) άπιοτων (ápioton) άπιοτων (ápioton)
accusative άπιοτο (ápioto) άπιοτη (ápioti) άπιοτο (ápioto) άπιοτους (ápiotous) άπιοτες (ápiotes) άπιοτα (ápiota)
vocative άπιοτε (ápiote) άπιοτη (ápioti) άπιοτο (ápioto) άπιοτοι (ápiotoi) άπιοτες (ápiotes) άπιοτα (ápiota)