άνοπτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άνοπτος (ánoptosm (feminine άνοπτος, neuter άνοπτον)

  1. (ceramics) unfired
    Antonym: οπτός (optós)
    Coordinate term: άψητος (ápsitos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άνοπτος (ánoptos) άνοπτος (ánoptos) άνοπτον (ánopton) άνοπτοι (ánoptoi) άνοπτοι (ánoptoi) άνοπτα (ánopta)
genitive άνοπτου (ánoptou) άνοπτου (ánoptou) άνοπτου (ánoptou) άνοπτων (ánopton) άνοπτων (ánopton) άνοπτων (ánopton)
accusative άνοπτο (ánopto) άνοπτο (ánopto) άνοπτον (ánopton) άνοπτους (ánoptous) άνοπτους (ánoptous) άνοπτα (ánopta)
vocative άνοπτε (ánopte) άνοπτε (ánopte) άνοπτον (ánopton) άνοπτοι (ánoptoi) άνοπτοι (ánoptoi) άνοπτα (ánopta)
[edit]

Further reading

[edit]