Jump to content

ανόπτηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανόπτηση (anóptisif (plural ανοπτήσεις)

  1. (metallurgy) annealing, tempering

Declension

[edit]
Declension of ανόπτηση
singular plural
nominative ανόπτηση (anóptisi) ανοπτήσεις (anoptíseis)
genitive ανόπτησης (anóptisis) ανοπτήσεων (anoptíseon)
accusative ανόπτηση (anóptisi) ανοπτήσεις (anoptíseis)
vocative ανόπτηση (anóptisi) ανοπτήσεις (anoptíseis)

Older or formal genitive singular: ανοπτήσεως (anoptíseos)

Further reading

[edit]