Jump to content

άνομος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άνομος (ánomosm (feminine άνομη, neuter άνομο)

  1. illegal, illicit
    Synonym: παράνομος (paránomos)
    Antonym: νόμιμος (nómimos)
  2. lawless
  3. unjust

Declension

[edit]
Declension of άνομος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άνομος (ánomos) άνομη (ánomi) άνομο (ánomo) άνομοι (ánomoi) άνομες (ánomes) άνομα (ánoma)
genitive άνομου (ánomou) άνομης (ánomis) άνομου (ánomou) άνομων (ánomon) άνομων (ánomon) άνομων (ánomon)
accusative άνομο (ánomo) άνομη (ánomi) άνομο (ánomo) άνομους (ánomous) άνομες (ánomes) άνομα (ánoma)
vocative άνομε (ánome) άνομη (ánomi) άνομο (ánomo) άνομοι (ánomoi) άνομες (ánomes) άνομα (ánoma)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άνομος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άνομος, etc.)