άναρθρος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄναρθρος (ánarthros, inarticulate, spineless).

Adjective

[edit]

άναρθρος (ánarthrosm (feminine άναρθρη, neuter άναρθρο)

  1. inarticulate (speech)
  2. (grammar) lacking an article

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άναρθρος (ánarthros) άναρθρη (ánarthri) άναρθρο (ánarthro) άναρθροι (ánarthroi) άναρθρες (ánarthres) άναρθρα (ánarthra)
genitive άναρθρου (ánarthrou) άναρθρης (ánarthris) άναρθρου (ánarthrou) άναρθρων (ánarthron) άναρθρων (ánarthron) άναρθρων (ánarthron)
accusative άναρθρο (ánarthro) άναρθρη (ánarthri) άναρθρο (ánarthro) άναρθρους (ánarthrous) άναρθρες (ánarthres) άναρθρα (ánarthra)
vocative άναρθρε (ánarthre) άναρθρη (ánarthri) άναρθρο (ánarthro) άναρθροι (ánarthroi) άναρθρες (ánarthres) άναρθρα (ánarthra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άναρθρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άναρθρος, etc.)

[edit]