άναρθρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἄναρθρος (ánarthros, “inarticulate, spineless”).
Adjective
[edit]άναρθρος • (ánarthros) m (feminine άναρθρη, neuter άναρθρο)
- inarticulate (speech)
- (grammar) lacking an article
Declension
[edit]Declension of άναρθρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άναρθρος • | άναρθρη • | άναρθρο • | άναρθροι • | άναρθρες • | άναρθρα • |
genitive | άναρθρου • | άναρθρης • | άναρθρου • | άναρθρων • | άναρθρων • | άναρθρων • |
accusative | άναρθρο • | άναρθρη • | άναρθρο • | άναρθρους • | άναρθρες • | άναρθρα • |
vocative | άναρθρε • | άναρθρη • | άναρθρο • | άναρθροι • | άναρθρες • | άναρθρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άναρθρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άναρθρος, etc.) |
Related terms
[edit]- see: αναρθρία f (anarthría, “inarticulacy”)