Jump to content

άμοιρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άμοιρος (ámoirosm (feminine άμοιρη, neuter άμοιρο)

  1. ill-fated, unlucky, hapless, unfortunate
  2. deprived, devoid

Declension

[edit]
Declension of άμοιρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άμοιρος (ámoiros) άμοιρη (ámoiri) άμοιρο (ámoiro) άμοιροι (ámoiroi) άμοιρες (ámoires) άμοιρα (ámoira)
genitive άμοιρου (ámoirou) άμοιρης (ámoiris) άμοιρου (ámoirou) άμοιρων (ámoiron) άμοιρων (ámoiron) άμοιρων (ámoiron)
accusative άμοιρο (ámoiro) άμοιρη (ámoiri) άμοιρο (ámoiro) άμοιρους (ámoirous) άμοιρες (ámoires) άμοιρα (ámoira)
vocative άμοιρε (ámoire) άμοιρη (ámoiri) άμοιρο (ámoiro) άμοιροι (ámoiroi) άμοιρες (ámoires) άμοιρα (ámoira)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άμοιρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άμοιρος, etc.)

[edit]

Noun

[edit]

άμοιρος (ámoirosm (plural άμοιροι, feminine άμοιρη)

  1. unfortunate man

Declension

[edit]
see above