Jump to content

άλικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ottoman Turkish آل (al) +‎ -ικος (-ikos).

Adjective

[edit]

άλικος (álikosm (feminine άλικη, neuter άλικο)

  1. scarlet, crimson (a bright, vivid red)

Declension

[edit]
Declension of άλικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άλικος (álikos) άλικη (áliki) άλικο (áliko) άλικοι (álikoi) άλικες (álikes) άλικα (álika)
genitive άλικου (álikou) άλικης (álikis) άλικου (álikou) άλικων (álikon) άλικων (álikon) άλικων (álikon)
accusative άλικο (áliko) άλικη (áliki) άλικο (áliko) άλικους (álikous) άλικες (álikes) άλικα (álika)
vocative άλικε (álike) άλικη (áliki) άλικο (áliko) άλικοι (álikoi) άλικες (álikes) άλικα (álika)

Coordinate terms

[edit]