Jump to content

άληκτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άληκτος (áliktosm (feminine άληκτη, neuter άληκτο)

  1. unexpired, not terminated

Declension

[edit]
Declension of άληκτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άληκτος (áliktos) άληκτη (álikti) άληκτο (álikto) άληκτοι (áliktoi) άληκτες (áliktes) άληκτα (álikta)
genitive άληκτου (áliktou) άληκτης (áliktis) άληκτου (áliktou) άληκτων (álikton) άληκτων (álikton) άληκτων (álikton)
accusative άληκτο (álikto) άληκτη (álikti) άληκτο (álikto) άληκτους (áliktous) άληκτες (áliktes) άληκτα (álikta)
vocative άληκτε (álikte) άληκτη (álikti) άληκτο (álikto) άληκτοι (áliktoi) άληκτες (áliktes) άληκτα (álikta)
[edit]
  • λήγω (lígo, to terminate, to expire)