From Wiktionary, the free dictionary
άλειμα • (áleima) n (plural αλείματα)
- Alternative form of άλειμμα (áleimma)
Declension of άλειμα
|
singular
|
plural
|
nominative
|
άλειμα (áleima)
|
αλείματα (aleímata)
|
genitive
|
αλείματος (aleímatos)
|
αλειμάτων (aleimáton)
|
accusative
|
άλειμα (áleima)
|
αλείματα (aleímata)
|
vocative
|
άλειμα (áleima)
|
αλείματα (aleímata)
|