Jump to content

άκλωστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άκλωστος (áklostosm (feminine άκλωστη, neuter άκλωστο)

  1. unspun (wool, cotton, etc)

Declension

[edit]
Declension of άκλωστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άκλωστος (áklostos) άκλωστη (áklosti) άκλωστο (áklosto) άκλωστοι (áklostoi) άκλωστες (áklostes) άκλωστα (áklosta)
genitive άκλωστου (áklostou) άκλωστης (áklostis) άκλωστου (áklostou) άκλωστων (ákloston) άκλωστων (ákloston) άκλωστων (ákloston)
accusative άκλωστο (áklosto) άκλωστη (áklosti) άκλωστο (áklosto) άκλωστους (áklostous) άκλωστες (áklostes) άκλωστα (áklosta)
vocative άκλωστε (ákloste) άκλωστη (áklosti) άκλωστο (áklosto) άκλωστοι (áklostoi) άκλωστες (áklostes) άκλωστα (áklosta)

Synonyms

[edit]
[edit]