Jump to content

άκαρπος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄκαρπος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἄκαρπος (ákarpos). By surface analysis, ά- (á-, un-, privative a-) +‎ (καρπός) καρπ- ((karpós) karp-, fruit) + -ος.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈa.kaɾ.pos/
  • Hyphenation: ά‧καρ‧πος

Adjective

[edit]

άκαρπος (ákarposm (feminine άκαρπη, neuter άκαρπο)

  1. barren, unfruitful, fruitless, infertile
  2. (figuratively) fruitless, unsuccessful

Declension

[edit]
Declension of άκαρπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άκαρπος (ákarpos) άκαρπη (ákarpi) άκαρπο (ákarpo) άκαρποι (ákarpoi) άκαρπες (ákarpes) άκαρπα (ákarpa)
genitive άκαρπου (ákarpou) άκαρπης (ákarpis) άκαρπου (ákarpou) άκαρπων (ákarpon) άκαρπων (ákarpon) άκαρπων (ákarpon)
accusative άκαρπο (ákarpo) άκαρπη (ákarpi) άκαρπο (ákarpo) άκαρπους (ákarpous) άκαρπες (ákarpes) άκαρπα (ákarpa)
vocative άκαρπε (ákarpe) άκαρπη (ákarpi) άκαρπο (ákarpo) άκαρποι (ákarpoi) άκαρπες (ákarpes) άκαρπα (ákarpa)
[edit]