Jump to content

άδεντρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Hellenistic Koine Greek ἄδενδρος (ádendros) with the ancient pronunciation of < νδ > as [nd] retained. Morphologically, from ά- (á-, privative α- un-, -less) +‎ δέντρο (déntro, tree).[1] Also see άδενδρος (ádendros).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

άδεντρος (ádentrosm (feminine άδεντρη, neuter άδεντρο)

  1. treeless

Declension

[edit]
Declension of άδεντρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άδεντρος (ádentros) άδεντρη (ádentri) άδεντρο (ádentro) άδεντροι (ádentroi) άδεντρες (ádentres) άδεντρα (ádentra)
genitive άδεντρου (ádentrou) άδεντρης (ádentris) άδεντρου (ádentrou) άδεντρων (ádentron) άδεντρων (ádentron) άδεντρων (ádentron)
accusative άδεντρο (ádentro) άδεντρη (ádentri) άδεντρο (ádentro) άδεντρους (ádentrous) άδεντρες (ádentres) άδεντρα (ádentra)
vocative άδεντρε (ádentre) άδεντρη (ádentri) άδεντρο (ádentro) άδεντροι (ádentroi) άδεντρες (ádentres) άδεντρα (ádentra)

References

[edit]
  1. ^ άδεντρος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language