Πλειόκαινο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Proper noun
[edit]Πλειόκαινο • (Pleiókaino) n
Declension
[edit] Πλειόκαινο
case \ number | singular |
---|---|
nominative | Πλειόκαινο • |
genitive | Πλειοκαίνου • |
accusative | Πλειόκαινο • |
vocative | Πλειόκαινο • |
Related terms
[edit]- πλειόκαινος (pleiókainos, “Pliocene”)