ΠΟΠ
Appearance
See also: ποπ
Greek
[edit]Noun
[edit]ΠΟΠ • (POP) f (uncountable)
- Initialism of Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (Prostatevómeni Onomasía Proélefsis): (Protected Designation of Origin)
- Η φέτα έχει κατοχυρωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως ΠΟΠ.
- I féta échei katochyrotheí apó tin Evropaïkí Epitropí os POP.
- Feta is guaranteed by the European Commission as a PDO.
Further reading
[edit]- ΠΟΠ on the Greek Wikipedia.Wikipedia el