Ερυθρός Σταυρός
Appearance
Greek
[edit]Proper noun
[edit]Ερυθρός Σταυρός • (Erythrós Stavrós) m
- Red Cross (organisation)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | Ερυθρός Σταυρός (Erythrós Stavrós) |
genitive | Ερυθρού Σταυρού (Erythroú Stavroú) |
accusative | Ερυθρό Σταυρό (Erythró Stavró) |
vocative | Ερυθρέ Σταυρέ (Erythré Stavré) |
Related terms
[edit]- see: σταυρός m (stavrós, “cross”)
Further reading
[edit]- Διεθνές Κίνημα Ερυθρού Σταυρού και Ερυθράς Ημισελήνου on the Greek Wikipedia.Wikipedia el