Εποχή του Ορείχαλκου
Appearance
Greek
[edit]Proper noun
[edit]Εποχή του Ορείχαλκου • (Epochí tou Oreíchalkou) f
Declension
[edit]- see: εποχή (epochí)
Synonyms
[edit]- Εποχή του Χαλκού f (Epochí tou Chalkoú)
Coordinate terms
[edit]- see: Εποχή του Λίθου f (Epochí tou Líthou, “Stone Age”)
Further reading
[edit]- Εποχή του Ορείχαλκου on the Greek Wikipedia.Wikipedia el